ὑποκοριστικῶς

ὑποκοριστικῶς
ὑποκοριστικός
diminutive
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υποκοριστικός — ή, ό / ὑποκοριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποκορίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υποκορισμό, αυτός που δηλώνει υποκορισμό, κολακευτικός, χαῑδευτικός·2. το ουδ. ως ουσ. το υποκοριστικό (ενν. όνομα) γραμμ. παράγωγο όνομα που δηλώνει υποκορισμό …   Dictionary of Greek

  • смердеть — смержу, укр. смердiти, смерджу – то же, др. русск. смьрдѣти, ст. слав. смръдѣти ὄζειν (Супр.), болг. смърдя, сербохорв. смрдjети, смрди̑м, словен. smrdẹti, smrdim, чеш. smrděti, слвц. smrdеt᾽, польск. smierdziec, smierdzę, в. луж. smjerdzic, н …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • οϊστοβρόχιον — ὀϊστοβρόχιον, τὸ (Μ) καταιγισμός βελών («βούλεται λέγειν ὑποκοριστικῶς ὀϊστοβρόχιον τὴν τοιαύτην χύσιν τών ὀϊστῶν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + βρόχιον (< βροχή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”